αποσώνω

αποσώνω
κ. -σώζω (AM ἀποσῴζω, Μ κ. -σώνω)
διατηρῶ, διαφυλάσσω
μσν.- νεοελλ.
1. μεταδίδω κάτι αμέσως, ανακοινώνω
2. συμπληρώνω
3. αποτελειώνω
4. οδηγώ
5. φτάνω, έρχομαι
6. καταλήγω, βρίσκω προστασία ή καταφύγιο
7. προφταίνω
νεοελλ.
1. ξοδεύω, σπαταλώ
2. ξεπληρώνω (χρέος)
μσν.
1. επαρκώ
2. (για πλοίο) προσορμίζομαι
αρχ.
1. επαναφέρω κάποιον σώο
2. διατηρούμαι
3. φρ. «άποσῴζω γνώμας» — θυμάμαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποσώνω — αποσώνω, απόσωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποσώνω — ωσα, ώθηκα, ωσμένος 1. τελειώνω, συμπληρώνω: Δε θέλησε ν αποσώσει την κουβέντα του. 2. εξαντλώ τελείως, καταναλώνω εντελώς: Δεν περίμενα ν αποσωθεί τόσο νωρίς το λάδι μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανοιγοσφάλημα — κ. σφάλισμα το το ανοιγοκλείσιμο («σ’ έναν ανοιγοσφάλισμα των ομματίων αποσώνω και δίχως λύπηση καμμιά πάσ’ άνθρωπο σκοτώνω» Γ. Χορτάτζη, Ερωφίλη) …   Dictionary of Greek

  • αποσώστρα — η [αποσώνω] 1. η γυναίκα που αποσώνει, αποτελειώνει, επισφραγίζει την κουβέντα μιας άλλης με επίκαιρο γνωμικό ή παροιμία 2. αυτή που σχολιάζει συστηματικά κι επιδέξια συμβάντα και περιστατικά του χωριού 3. η ράφτρα που αποτελειώνει στα γρήγορα τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”